- ξεπατηκώνω
- τοποθετώ πάνω σε σχέδιο διαφανές φύλλο χαρτιού και τό αντιγράφω με ιχνογράφηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + πατηκώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεπατήκωμα — το [ξεπατηκώνω] αντιγραφή σχεδίου με τη χρησιμοποίηση διαφανούς φύλλου χαρτιού … Dictionary of Greek
ξεπατηκωτούρα — και ξεπατηκωσούρα, η η εικόνα που έχει προέλθει από ξεπατήκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπατηκώνω + κατάλ. ούρα (πρβλ. ανακατωσούρα)] … Dictionary of Greek
ξεσηκώνω — 1. απομακρύνω κάποιον ασκώντας πίεση, εξαναγκάζω κάποιον να φύγει βιαστικά από τον τόπο όπου βρίσκεται 2. (ιδίως σχετικά με σχέδιο ή εικόνα) αναπαριστάνω, αντιγράφω πιστά το πρωτότυπο με τη βοήθεια ημιδιαφανούς χαρτιού, ξεπατηκώνω 3. διαταράσσω,… … Dictionary of Greek